Η ατομική αναφορά που έχετε στα χέρια σας σάς παρέχει πληροφορίες σε σχέση με το βάρος, τη φυσική κατάσταση και τις συνήθειες του παιδιού σας. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μία πρώτη αξιολόγηση που μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός για επόμενα βήματα. Πριν, όμως, από οποιαδήποτε παρέμβαση, όπως η απώλεια βάρους που θίγεται, θα πρέπει να γίνει μία ολοκληρωμένη αξιολόγηση της υγείας του παιδιού.
Το πρώτο βήμα είναι μια επίσκεψη στον παιδίατρο, έτσι ώστε να ελεγχθεί αν υπάρχει κάποιο ενδοκρινολογικό ή άλλο πρόβλημα υγείας που μπορεί να σχετίζεται με την υπερβολική αύξηση του βάρους. Αν υπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν αρχίσει η προσπάθεια ρύθμισης του βάρους. Το δεύτερο βήμα είναι η παρέμβαση για τη ρύθμιση του βάρους. Είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι μια τέτοια παρέμβαση δεν έχει σαν μοναδικό στόχο την απώλεια βάρους. Για την ακρίβεια, ανάλογα με την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού, το ποσοστό υπέρβαρου και την ύπαρξη ή μη άλλων επιπλοκών, η ρύθμιση του βάρους μπορεί να επιτευχθεί είτε με απώλεια είτε με σταθεροποίηση του βάρους, έτσι ώστε παράλληλα με την ανάπτυξη του παιδιού να προσεγγίσει τα «φυσιολογικά» όρια. Σε κάθε περίπτωση, στόχοι της παρέμβασης για τη ρύθμιση του βάρους στο παιδί θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση σωστών διατροφικών συνηθειών, η μείωση των καθιστικών δραστηριοτήτων με παράλληλη αύξηση των κινητικών δραστηριοτήτων, η βελτίωση της φυσικής κατάστασης, η διόρθωση μεταβολικών διαταραχών καθώς και η βελτίωση της αυτοεκτίμησης του παιδιού.
Έστω και μικρές αλλαγές στους παραπάνω στόχους πρέπει να θεωρούνται επιτυχίες του προγράμματος. Δεν πρέπει να εστιάζουμε την προσοχή μας μόνο στην απώλεια βάρους και να μεταδίδουμε το άγχος της απώλειας κιλών στο παιδί. Η υιοθέτηση από το παιδί υγιεινών συμπεριφορών διατροφής και σωματικής δραστηριότητας θα φέρει σιγά–σιγά και την επιθυμητή αλλαγή στο βάρος. Οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή στις συμπεριφορές του παιδιού θα πρέπει με κατάλληλο τρόπο να επιβραβεύεται, ώστε να του δίνει και κίνητρο να συνεχίσει. Σημαντική είναι, τέλος, η ενημέρωση και η συνεργασία όλης της οικογένειας και όλων όσων ασχολούνται με τη διατροφή του παιδιού, προκειμένου να περιοριστούν τα εμπόδια και να στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια για την τροποποίηση των συμπεριφορών του παιδιού.
Η άσκηση είναι απαραίτητη για όλες τις ηλικίες και τα οφέλη της πολύ σημαντικά. Τα παιδιά πρέπει να έρθουν σε επαφή με διάφορα αθλήματα από νωρίς, χωρίς άγχος και με τρόπο παιγνιώδη, ούτως ώστε να τα αγαπήσουν και να τα μετατρέψουν σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους για ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους. Όμως, όπως είναι προφανές, δεν συμβαδίζουν όλες οι αθλητικές δραστηριότητες με όλες τις ηλικίες.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το παιδί θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον τα 3 πρώτα χρόνια της ζωής του προκειμένου να ασχοληθεί με κάποιο συστηματικό πρόγραμμα άσκησης. Ο λόγος είναι ότι τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν απόλυτα αυτό που τους ζητάει ο προπονητής τους. Επιπλέον, θα πρέπει να προσεχτεί ιδιαιτέρως η οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα να έχει ψυχαγωγική μορφή και σε καμία περίπτωση ανταγωνιστική. Τα παιδιά μέχρι και την ηλικία των 3 ετών θα πρέπει να κινητοποιούνται καθημερινά και προτεινόμενες δραστηριότητες με παιγνιώδη μορφή είναι το κυνηγητό, το περπάτημα, το κουτσό και το κολύμπι. Από την ηλικία των 3 ετών και μέχρι το Δημοτικό τα παιδιά συστήνεται να συμμετέχουν σε δραστηριότητες και παιχνίδια με έμφαση στην ανάπτυξη και την εξάσκηση των βασικών δεξιοτήτων. Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται: το ποδήλατο, το τρέξιμο, το σχοινάκι, η βόλτα στην παιδική χαρά, ο χορός κ.α. Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού (6-10 ετών), τα παιδιά έχουν αποκτήσει καλύτερο έλεγχο του σώματός τους και συνεπώς και των κινήσεών τους, καθώς και των βασικών τους δεξιοτήτων. Έχουν πια τη δυνατότητα να κατανοήσουν βασικές οδηγίες από τους προπονητές τους και να τις επαναφέρουν στη μνήμη τους, και συνεπώς έχουν την ικανότητα να συμμετέχουν σε αθλήματα, όπως το τένις, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, η ενόργανη γυμναστική, οι πολεμικές τέχνες, ο στίβος, κ.α.
Οι γονείς από την πλευρά τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή του αθλήματος από το παιδί. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να μην το πιέσουν και να μην του επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο άθλημα, ενώ το ιδανικό θα ήταν να φέρουν το παιδί σε επαφή με διαφορετικά είδη άθλησης και να το αφήσουν να επιλέξει αυτό που του αρέσει περισσότερο.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί και η δέουσα σημασία στις εξετάσεις που απαιτείται να κάνει ένα παιδί προτού ξεκινήσει την ενασχόλησή του με κάποιο άθλημα, με την ακρόαση από έναν παιδίατρο και την εξέταση από έναν καρδιολόγο να είναι ζωτικής σημασίας.
Πέρα από τις αποδεδειγμένες πολυδιάστατες θετικές επιδράσεις που έχει η άσκηση στη σωματική υγεία, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται πολλά επιστημονικά δεδομένα που αναδεικνύουν τη σημαντική σχέση μεταξύ άσκησης και ψυχικής υγείας. Ειδικότερα κατά την εφηβική ηλικία, όπου παράλληλα με τις σωματικές συντελούνται σημαντικές αλλαγές και στον ψυχολογικό τομέα, η άσκηση μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Είναι γενικότερα γνωστό ότι η άσκηση βελτιώνει την ψυχολογία και προκαλεί ευεξία στα άτομα που ασκούνται συστηματικά, μειώνοντας τα επίπεδα άγχους, στρες και κατάθλιψης. Η εξήγηση πίσω από αυτή την επίδραση βρίσκεται στο ότι μέσω της άσκησης, τόσο κατά τη διάρκεια αυτής όσο και μετά το πέρας της, εκκρίνονται συγκεκριμένες ορμόνες από τον εγκέφαλο, οι οποίες ενισχύουν το αίσθημα της ευχαρίστησης και βελτιώνουν τη διάθεση.
Εκτός, όμως, από τη βελτίωση της διάθεσης, η άσκηση έχει ευεργετικά οφέλη και σε άλλους παραμέτρους της ψυχολογίας. Ειδικότερα για τους εφήβους, η άσκηση -και πιο συγκεκριμένα η συμμετοχή σε ομαδικά αγωνίσματα- βοηθάει στην ομαλή κοινωνικοποίησή τους και στην ενίσχυση αισθημάτων συνεργασίας με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Επιπλέον, η προσπάθεια για ατομική βελτίωση, αλλά και η επίτευξη στόχων μέσω της άσκησης, αποτελούν εσωτερικούς παράγοντες επιβράβευσης για τον έφηβο, οι οποίοι τελικά αυξάνουν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του. Τέλος, μεγάλης σημασίας για την ψυχολογία των εφήβων είναι και η βελτίωση της εικόνας σώματος, που μπορεί να επιφέρει η συστηματική άσκηση. Μέσω αυτής ο έφηβος αποδέχεται καλύτερα το σώμα του, και κατ’ επέκταση τον εαυτό του, ενισχύεται η αυτοπεποίθησή του και παράλληλα μειώνονται πιθανά αισθήματα θυμού ή κατωτερότητας, που ίσως ανακύπτουν προς τον εαυτό του ή και το κοινωνικό σύνολο, λόγω των στερεότυπων που επικρατούν σχετικά με τη σημασία της εξωτερικής εμφάνισης.
Συνοψίζοντας, η αξία της άσκησης και γενικότερα της σωματικής δραστηριότητας για τα παιδιά δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα σωματικά οφέλη, καθώς οι ευεργετικές ψυχολογικές επιδράσεις που έχει είναι εξαιρετικής σημασίας για την ανάπτυξη ισορροπημένων και ολοκληρωμένων ατόμων.
Παρόλα αυτά, έχει διαπιστωθεί ότι τα παιδιά στις μέρες μας κοιμούνται λιγότερο από όσο ενδείκνυται, καθώς σύμφωνα και με την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, το 43% των παιδιών ηλικίας 10-12 ετών κοιμάται λιγότερο από τις συστάσεις. Σε αυτό συμβάλλουν πρακτικοί λόγοι (το παιδί έχει πολύ φορτωμένο καθημερινό πρόγραμμα), η υπερβολική χρήση της τεχνολογίας (τηλεόραση, υπολογιστής τις βραδινές ώρες), ακόμα και η θεώρηση των παιδιών ότι μπορούν να κοιμούνται λιγότερο σαν τους μεγάλους.
Όμως, όταν ένα παιδί δεν κοιμηθεί καλά τόσο από άποψη ποιότητας ύπνου όσο και ποσότητας, επηρεάζεται αρνητικά η διάθεσή του, αλλά και η ενεργητικότητα και η όρεξή του για φυσική δραστηριότητα-άσκηση κατά τη διάρκεια της επόμενης μέρας. Το παιδί θα αισθάνεται κουρασμένο για το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, θα εκνευρίζεται εύκολα και θα χάνει αναίτια την υπομονή του, ενώ παράλληλα τα αντανακλαστικά του και γενικότερα η ικανότητα αντίδρασης σε διάφορα ερεθίσματα θα είναι σημαντικά μειωμένη. Επιπλέον, το παιδί θα δυσκολεύεται να σκεφτεί γρήγορα και σωστά ή να πάρει έγκαιρα σωστές αποφάσεις.
Τέλος, αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί ότι πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η έλλειψη ύπνου «οδηγεί» ευκολότερα προς την κουζίνα, δηλαδή στην κατανάλωση περιττών θερμίδων, συμβάλλοντας πιθανώς στην αύξηση του σωματικού βάρους και στην εμφάνιση παχυσαρκίας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, ο επαρκής ποσοτικά και ποιοτικά ύπνος αποτελεί «κλειδί» για την καλή υγεία, την ευεξία, την καλή μνήμη, την ενεργητικότητα και τη δημιουργικότητα. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί και η σημασία που έχει ο ύπνος για την ομαλή σωματική ανάπτυξη των παιδιών, μιας και έγκυρες επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου εκκρίνεται σε μεγαλύτερες ποσότητες η αυξητική ορμόνη, η ορμόνη δηλαδή η οποία είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των οστών και των μυών του σώματος.
- Να προγραμματίζουν σταθερά ημερήσια γεύματα και σνακ.
- Να φροντίζουν να είναι διαθέσιμα στο κάθε γεύμα τρόφιμα από όλες τις ομάδες (αμύλου, πρωτεΐνης και βέβαια φρούτων και λαχανικών) και να αφήνουν το παιδί ελεύθερο να αποφασίσει αν θα φάει.
- Να δίνουν τη δυνατότητα υγιεινών επιλογών στο παιδί.
- Να απομακρύνουν τους γευστικούς ‘πειρασμούς’.
- Να μην σχολιάζουν το βάρος ή την εικόνα σώματος του παιδιού.
- Όταν το παιδί προσπαθεί να αλλάξει τις διατροφικές του συνήθειες και να αυξήσει τη φυσική του δραστηριότητα, να επαινούν και ίσως να επιβραβεύουν κάθε προσπάθεια ή επιτυχία του που οδηγεί σε ποιοτική παρά ποσοτική αλλαγή.
- Ποτέ να μην χρησιμοποιούν το φαγητό ως ανταμοιβή. Ο χρόνος με τους γονείς ή κάποια φυσική δραστηριότητα είναι καλύτερες επιλογές.
- Θα πρέπει να αποτελούν πρότυπο προς μίμηση για το παιδί, βελτιώνοντας πρώτα τις δικές τους συνήθειες διατροφής και άσκησης.
- Να δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για παιχνίδι και άθληση, αλλά και να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του παιδιού σε οργανωμένες μορφές φυσικής δραστηριότητας.
- Ο γονιός πρέπει να είναι συνεπής με τα λεγόμενά του και να μην ενδίδει στις ενδεχόμενες πιέσεις του παιδιού. Η ασυνέπεια μπορεί να ενισχύει τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές ακόμα περισσότερο και από τη μη ύπαρξη κανόνων.
Οι αθλητές στην προσπάθειά τους να ελέγξουν το σωματικό τους βάρος καταφεύγουν συχνά σε μη ενδεδειγμένες πρακτικές. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η αφυδάτωση ή η δραματική μείωση στην ενεργειακή πρόσληψη λίγες ημέρες πριν τον αγώνα. Τέτοιου είδους περιοριστικές τακτικές είναι πιθανό να οδηγήσουν τελικά σε μείωση της απόδοσης και να προκαλέσουν προβλήματα στην υγεία του αθλητή (π.χ. διατροφικές ανεπάρκειες, διαταραχές στο μεταβολισμό, συχνότεροι τραυματισμοί ή καθυστέρηση της αποκατάστασης αυτών), για αυτό και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εφαρμόζονται.
Η διατροφική παρέμβαση για τη ρύθμιση βάρους σε αθλητές θα πρέπει να στοχεύει πρωτίστως στη διατήρηση της καλής υγείας και ταυτόχρονα στη βελτίωση της αθλητικής τους απόδοσης. Θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη, δηλαδή προσαρμοσμένη στις ανάγκες του κάθε αθλητή, και να έχει σχεδιαστεί από ειδικό επαγγελματία υγείας, ο οποίος θα λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αθλητή (φύλο, ηλικία, σωματομετρικά χαρακτηριστικά, διατροφικές προτιμήσεις κ.λ.π.) αλλά και του αθλήματος (διάρκεια, ένταση κ.λ.π.).
Η επίτευξη του ενδεδειγμένου βάρους επιτυγχάνεται με τον περιορισμό της ενεργειακής πρόσληψης, συνήθως μέσω μείωσης της συμμετοχής επιλεγμένων μακροθρεπτικών συστατικών (είτε του προσλαμβανόμενου λίπους είτε των υδατανθράκων). Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι διατροφικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στη μείωση της πρόσληψης λίπους, χωρίς δηλαδή μείωση στη συνολική ενέργεια, οδηγούν σε μεγαλύτερη και περισσότερο διατηρήσιμη απώλεια βάρους. Επιπρόσθετα, οι διατροφικές παρεμβάσεις αυτού του τύπου είναι περισσότερο πιθανό να οδηγήσουν σε εξοικονόμηση των αποθεμάτων μυϊκού γλυκογόνου. Αντίθετα, λίγα είναι τα επιστημονικά δεδομένα που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα διατροφικών παρεμβάσεων με σημαντικό περιορισμό στην πρόσληψη των υδατανθράκων, τουλάχιστον όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη ρύθμιση του σωματικού βάρους.
Σε κάθε περίπτωση, η διατροφή των αθλητών θα πρέπει να είναι ισορροπημένη και να εξασφαλίζει επαρκή πρόσληψη πρωτεϊνών, υδατανθράκων, βιταμινών και ανόργανων συστατικών. Είναι σημαντικό οι αθλητές να μένουν μακριά από λανθασμένες και επικίνδυνες τακτικές, ανορθόδοξες και στερητικές δίαιτες, συμπληρώματα ή και παράνομες ουσίες, που πλήττουν τόσο την υγεία τους όσο και την αθλητική τους απόδοση.
Προφανώς η αντιμετώπιση του πολυδιάστατου προβλήματος της κατανάλωσης αλκοόλ δεν είναι εύκολη, και η στάση των γονέων ειδικότερα απαιτεί λεπτότητα.
Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι η «αστυνόμευση» του εφήβου μάλλον θα επιφέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι γονείς θα πρέπει αρχικά να αξιολογήσουν τη συχνότητα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το παιδί τους πίνει αλκοόλ, και να συζητήσουν ουσιαστικά μαζί του, διερευνώντας τα αίτια ή πιθανά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Ένας από τους στόχους μπορεί να είναι στο να συμφωνήσουν τελικά από κοινού σε κάποιους κανόνες, τους οποίους θα πρέπει να τηρεί η οικογένεια. Συνιστάται οι γονείς να μιλήσουν από νωρίς στα παιδιά τους για το αλκοόλ, ενημερώνοντάς τα για τις βλαβερές συνέπειές του και ταυτόχρονα βοηθώντας τα στο να κάνουν λογικές επιλογές για την κατανάλωσή του στο μέλλον.
Ένα ακόμη σημαντικό «εργαλείο» στα χέρια των γονιών είναι να «καθοδηγηθεί» ο έφηβος σε πιο θετικούς τρόπους χαλάρωσης ή εκτόνωσης, όπως είναι ο αθλητισμός ή άλλες δραστηριότητες. Η αναζήτηση βοήθειας από τη σχολική κοινότητα είναι πάντα μια εναλλακτική που θα πρέπει οι γονείς να έχουν υπόψη, εάν χρειαστούν καθοδήγηση ή υποστήριξη ως προς τη διαχείριση του θέματος.
Τέλος, οι γονείς δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι ακόμα κι αν η συμπεριφορά των εφήβων παιδιών τους επηρεάζεται πια περισσότερο από άλλα άτομα, παραμένουν πρότυπα συμπεριφοράς για αυτά, οπότε εξυπακούεται ότι πρώτα οι ίδιοι θα πρέπει να δίνουν το παράδειγμα που θέλουν με τη δική τους στάση απέναντι στο αλκοόλ. Η δράση, βεβαίως, αυτή των γονέων ως προτύπων είναι ισχυρότερη ως μέτρο πρόληψης και για τα μικρότερης ηλικίας παιδιά.
Αναλύοντας τη σύσταση των ενεργειακών ποτών, διαπιστώνεται καταρχάς μια μάλλον αυξημένη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες/σάκχαρα (>10%), καθώς ακόμα και τα αθλητικά ποτά που χρησιμοποιούνται από αθλητές υψηλού επιπέδου έχουν μικρότερη περιεκτικότητα (4-8%). Η αυξημένη αυτή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες έχει θεωρηθεί υπεύθυνη για συμπτώματα γαστρεντερικής δυσφορίας έπειτα από την κατανάλωση των ενεργειακών ποτών. Επίσης, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι μέσω της κατανάλωσής τους μπορεί να ευνοηθεί η εύκολη και αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, και κατ’ επέκταση να ενισχυθεί ο κίνδυνος αύξησης του σωματικού βάρους.
Επιπρόσθετα, τα ενεργειακά ποτά περιέχουν και άλλα συστατικά, με κυρίαρχα την καφεΐνη, την ταυρίνη και το γκουαρανά, τα οποία σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να έχουν διάφορες παρενέργειες. Κατά μέσο όρο, τα περισσότερα εμπορικά ενεργειακά ποτά περιέχουν 100 με 150 mg καφεΐνη, ενώ ένας απλός εσπρέσο περιέχει 60 με 80 mg. Η υψηλή κατανάλωση καφεΐνης έχει συνδεθεί μεταξύ άλλων με την εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως η ευερεθιστότητα, ο εκνευρισμός, το αυξημένο αίσθημα του άγχους, η παρατεταμένη αύξηση της καρδιακής συχνότητας, η αϋπνία, καθώς και οι στομαχικές διαταραχές. Η ταυρίνη από την πλευρά της, μόνη της αλλά και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό όταν καταναλώνεται συνδυαστικά με την καφεΐνη, έχει θεωρηθεί υπεύθυνη για την αύξηση των καρδιακών παλμών (κατά 5 με 7 χτύπους το λεπτό), αύξηση η οποία μπορεί να διαρκέσει για διάστημα μέχρι και 4 ώρες, ενώ επίσης έχει βρεθεί ότι αυξάνει για το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα και τη συνολική αρτηριακή πίεση του αίματος. Άλλες ουσίες που περιέχονται στα ενεργειακά ποτά, όπως το γκουαράνα και το τζίνσενγκ, ουσιαστικά είναι φυτικά εκχυλίσματα, τα οποία μιμούνται τη δράση της καφεΐνης και μάλιστα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι πέρα από τις υψηλές ποσότητες καφεΐνης, που ούτως ή άλλως περιέχονται στα συγκεκριμένα ποτά, περιέχονται και ουσίες οι οποίες προσομοιάζουν στη δράση της, οι πιθανότητες πρόκλησης παρενεργειών αυξάνονται σημαντικά.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η χρήση των ενεργειακών ποτών δεν φαίνεται να προσφέρει κανένα επιπρόσθετο όφελος, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η πρόσθετη ενέργεια είναι το ζητούμενο (βλ. παιδιά-αθλητές). Πληθώρα επιστημονικών ερευνών έχουν δείξει και παγκόσμιοι αθλητικοί οργανισμοί συστήνουν ότι η κατανάλωση νερού είναι ικανή να βοηθήσει στην απόδοση όταν η διάρκεια της άσκησης δεν ξεπερνάει τη 1 ώρα, ενώ σε περιπτώσεις μεγαλύτερης διάρκειας και έντασης, τα αθλητικά ποτά είναι τα ηπιότερα για το στομάχι και τα αποτελεσματικότερα για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης.
Συνοψίζοντας, τα ενεργειακά ποτά ίσως εμφανίζουν περισσότερα μειονεκτήματα για την υγεία παρά πλεονεκτήματα, και συνεπώς η κατανάλωσή τους θα πρέπει να είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Το καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με τη θάλασσα, και ενώ τα μπάνια είναι μεν η χαρά των παιδιών, προκαλούν δε ανησυχία στους γονείς, εξαιτίας των κινδύνων που υπάρχουν. Κάποιες απλές και πρακτικές συμβουλές, ώστε παιδιά και γονείς να μπορούν να χαρούν τη θάλασσα με ασφάλεια, είναι οι εξής:
- Ο γονιός είναι ο απόλυτα υπεύθυνος για την επίβλεψη του παιδιού. Η επιτήρηση του παιδιού θα πρέπει να είναι συνεχής, είτε το παιδί είναι μέσα είτε δίπλα στη θάλασσα.
- Τα εξαρτήματα, όπως σανίδες, μπρατσάκια, σωσίβια, δεν θα πρέπει να υποκαθιστούν την επίβλεψη των παιδιών. Είναι όργανα πλεύσης και όχι ασφαλείας.
- Δεν θα πρέπει να επιτρέπονται οι βουτιές από μεγάλα ύψη, ειδικά εάν δεν έχει ελεγχθεί το ύψος και το είδος του βυθού.
- Όσο καλά και να γνωρίζει το παιδί (τουλάχιστον έως 10 ετών) να κολυμπάει, θα πρέπει να βρίσκεται στα ρηχά. Δεν είναι μόνο θέμα κολυμβητικής ικανότητας, αλλά κυρίως απόστασης από τη στεριά.
- Σύμφωνα με πιστοποιημένες σχολές ναυαγοσωστικής, το παιδί δεν θα πρέπει να κολυμπήσει αφού έχει φάει ένα κύριο γεύμα όπως το μεσημεριανό, για τουλάχιστον 2 με 3 ώρες, ούτε να του επιτρέπεται να ξαναμπεί στο νερό για τουλάχιστον μισή ώρα, σε περίπτωση που έφαγε ένα μικρό σνακ (π.χ. ένα φρούτο) στην παραλία.
- Είναι σημαντικό να υπάρχει διαθέσιμο νερό, για να πίνουν τα παιδιά ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια παραμονής τους στην παραλία, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αφυδάτωσης.
- Εάν τα χείλη του παιδιού έχουν πάρει ένα μωβ/μπλε χρώμα θα πρέπει να ζεσταθεί άμεσα. Η πολύωρη και δραστήρια παραμονή του στο νερό μείωσαν τη θερμοκρασία του σώματός του και συνεπώς πρέπει να ξεκουραστεί και να ζεσταθεί.